- κατοπτεύω
- (ΑΜ κατοπτεύω) [κατόπτης]1. παρατηρώ με προσοχή, ερευνώ ή παρακολουθώ με το βλέμμα, εξερευνώ («τὸν οὐράνιον ἐκεῑνον χῶρον κατοπτεῡσαι», Αριστοτ.)2. κατασκοπεύω (α. «εἶχε συλλάβει υπονοίας και κατώπτευε τον Τούρκον διά τοὺ ετέρου τών οφθαλμών», Παπαδ.β. «συνεγγίσαντες κατὰ τὸ δίωγμα τῷ τῶν Καρχηδονίων χάρακι καὶ κατοπτεύσαντες, αὖθις ἐξ ὑποστροφῆς ἠπείγοντο», Πολ.)αρχ.1. αστρολ. ασκώ ολέθρια επίδραση2. παθ. κατοπτεύομαιγίνομαι ορατός ή αντιληπτός («μὴ κατοπτευθῶ παρών», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.